- μοσχοτρόφια
- μοσχο-τρόφια, τά,A farms for calf-breeding, PTeb.ined.703.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοσχοτρόφια — μοσχοτρόφια, τὰ (Α) [μοσχοτρόφος] τόπος όπου τρέφονται μόσχοι … Dictionary of Greek